- αΐω
- (I)ἀΐω (Α) [ᾰ](επικό και λυρικό ρήμα)1. αντιλαμβάνομαι με την ακοή, ακούω2. αντιλαμβάνομαι με τα μάτια, βλέπω3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ4. βάζω αφτί, προσέχω5. υποτάσσομαι, υπακούω.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. που απαντά σε ποιητές μετά τον Όμηρο και σε χορικά τών τραγικών. Σύνθετο με τις προθέσεις εἰσ- (εἰσαΐω), ἐξ (ἐξαΐω) και κυρίως την ἐπὶ (ἐπαΐω, απ’ όπου η επιθετικοποιημένη μτχ. ἐπαΐων) το ρ. ἀΐω χρησιμοποιείται ευρύτερα στην αρχαία γλώσσα. Ο ενεστ. τ. ἀΐω προήλθε υποχωρητικά από τους αοριστικούς τύπους: *αFισ-ον > ἄιον, αόρ. > ἀΐω, ενεστ. (*αFίσ-ω). Μια τέτοια παραγωγή οδηγεί στη ΙΕ ρίζα *awis - «αντιλαμβάνομαι, εννοώ (διά τών αισθήσεων)», απ’ όπου και το αρχ. ινδ. āvis «φανερά» κ.ά. Πληρέστερη μορφή τού θέματος (αFεισ-) πιθ. να διασώζεται σε ορισμένους ενεστωτ. τύπους γλώσσες τού Ησυχίου (ἄειακούει, ἄετεακούσατε). Από την ίδια ΙΕ ρίζα *awis- (αFισ-), επεκτεταμένη με το θ (*awis-dh-) προήλθαν τα αἴσθ-ομαι και αἰσθ-άν-ομαι (με το ενεστωτ. επίθημα -αν-), που σημαίνουν επίσης «αντιλαμβάνομαι, εννοώ, νιώθω». Σ’ αυτά θα μπορούσε να προστεθεί το λατ. audio «ακούω» από αρχ. τ. *auiz-dio < *awis-dh-io, τον ίδιο τού αἴσθ-ομαι / αἰσθ-άν-ομαι. Αντίθετα, παρά κάποιες συσχετίσεις τών Σχολιαστών, δεν μπορεί να αποδειχθεί σχέση συγγενείας τού ἀΐω με τα ἀΐω ΙΙ και ἀΐσθω που διαφέρουν σημασιολογικά (σημαίνουν εκπνέω, αποπνέω, βλ. λ.), μολονότι μορφολογικά ανάγονται επίσης σε παρόμοια ρίζα *aFισ-, άσχετη όμως με τη ρίζα *αFς- απ’ όπου τα ἀΐω Ι και αἴσθομαι / αἴσθάνομαι.ΣΥΝΘ. αρχ. εἰσαΐω, ἐπαΐω].————————(II)ἀΐω (Α) [ᾱ]εκπνέω, «παραδίδω το πνεύμα».[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολογίας. Μαζί με το ἀΐσθω ανάγονται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *awis- (παρεκτεταμένη με -θ- *awis-dh στο ἀΐσθω), διαφορετική από τη ρίζα τών ἀΐω Ι και αἴσθομαι / αἰσθάνομαι. Σημασιολογικά οι λ. συνδέονται πιθ. με το ονοματοποιημένο ρ. ἀάζω «εκπνέω, έχοντας το στόμα ανοιχτό» και το ουσ. ἆσθμα «πνοή, φύσημα, λαχάνιασμα». Βλ. λ. ἀΐω Ι].
Dictionary of Greek. 2013.